Εθνικό Πάρκο Πάρνηθας

Η πολύπαθη Πάρνηθα απλώνεται με μεγαλοπρέπεια στα βόρεια του αττικού λεκανοπεδίου, αποδεικνύοντας κάθε στιγμή ότι η άγρια φύση καταφέρνει και επιβιώνει σε πείσμα των ανθρώπινων εγκληματικών παρεμβάσεων. Ο διάσημος ορεινός όγκος βρίσκεται στα βόρεια της Αττικής και εκτείνεται μέχρι τα σύνορα του νομού με τον νομό Βοιωτίας. Ενώνεται στα δυτικά με τον Κιθαιρώνα μέσω της Πάστρας, στα βόρεια σβήνει λίγα χιλιόμετρα πριν τον Νότιο Ευβοϊκό κόλπο, στα ανατολικά κοιτάει την Πεντέλη και στα νότια στεφανώνει το λεκανοπέδιο της Αθήνας και το Θριάσιο Πεδίο. Καταλαμβάνει μια έκταση περίπου 300 τ.χλμ., με μήκος από τα ανατολικά προς τα δυτικά 32 χλμ. και από βορρά προς νότο 17 χλμ., μέσα στην οποία περιλαμβάνονται πολλές ήρεμες κορυφές, μικρές χαράδρες, ρεματιές και όμορφα οροπέδια. Στην ραχοκοκκαλιά του βουνού απλώνονται 15 κορυφές με υψόμετρο άνω των 1.000 μ. με ψηλότερες την Καραβόλα (1.413 μ.), το Αυγό (1.350 μ.), την Κακιά Ράχη (1.261 μ.), την Κυρά (1.160 μ.) και το Φλαμπούρι (1.158 μ.). Χαρακτηριστικό του βουνού είναι τα μικρά ορεινά οροπέδια, όπως η Μολά, το Ξερολίβαδο, το Σαλονίκη, το Λημικό και η Γαϊδουρόβρυση και τα πολλά εποχικά ρέματα με σημαντικότερα της Γκούρας, της Αγίας Τριάδας, της Χούνης, της Μόλας και του Μαυρορέματος. Στην περιοχή έχουν επίσης καταγραφεί 45 πηγές συνεχούς ροής, με πιο διάσημη την πηγή της Κιθάρας, που τροφοδοτούσε από την αρχαιότητα το Αδριάνειο υδραγωγείο, το οποίο μετέφερε το νερό μέχρι την ΑΘήνα και τη δεξαμενή του Κολωνακίου. Στο βουνό επικρατούν τα ασβεστολιθικά πετρώματα ενώ στις  χαράδρες και στις κοιλάδες του βουνού υπάρχουν λίγοι σχιστόλιθοι. Η Πάρνηθα είναι από τους πρώτους Εθνικούς Δρυμούς που δημιουργήθηκαν στη χώρα μας, ήδη από το 1961. Η μεγάλη πυρκαγιά του 2007 άλλαξε δραματικά το φυσικό τοπίο του βουνού. Η φωτιά αφάνισε περίπου 10.500 στρ. πευκοδάσους, 21.800 στρ. ελατοδάσους και 4.300 στρ. μακκίας, αφήνοντας μεγάλο μέρος της Πάρνηθας γυμνό. Εν τούτοις, το βουνό ακόμα διατηρεί ένα μεγάλο πλούτο από σπάνια είδη της χλωρίδας και της πανίδας.

Η Πάρνηθα διακρίνεται από δύο κύριες ζώνες βλάστησης. Στα χαμηλά υψόμετρα και κάτω από τα 800 μ. επικρατεί η μεσογειακή βλάστηση με δάση από χαλέπιο πεύκη, σχίνα, πουρνάρια, αριές, χνουδοβελανιδιές, λεύκες, φυλίκια, αγριοκουμαριές και κουμαριές ενώ πιο ψηλά ξεκινούν τα δάση της κεφαλληνιακής ελάτης, τα οποία μετά τις πυρκαγιές περιορίστηκαν κυρίως στα βορειοανατολικά και γύρω από τις πηγές. Στις ρεματιές πρωταγωνιστούν τα πλατάνια, οι ιτιές και οι φράξοι ενώ στις ανατολικές πλαγιές υπάρχουν λίγα εναπομείναντα δάση δρυός. Η χλωρίδα του βουνού αποτελείται από περίπου 1.100 είδη στα οποία ξεχωριστή θέση κατέχουν η καμπανούλα της Πάρνηθας Campanula celsii subsp parnesia και η σιληνή Silene oligantha subsp parnesia που είναι ενδημικά είδη του βουνού.

Στο βουνό έχουν καταγραφεί περίπου 130 είδη πουλιών. Παλαιότερα στην περιοχή ζούσανε χρυσαετοί και όρνια, ενώ υπάρχουν αναφορές περιηγητών του 19ου αιώνα για την παρουσία γυπαετών που φεύγανε από την Πάρνηθα για τα Σφαγεία της Πειραιώς, πέρνανε κοκκάλες στα ράμφη και γυρνάγανε στο βουνό. Σήμερα στα αρπακτικά πουλιά της Πάρνηθας περιλαμβάνονται φιδαετοί, σφηκιάρηδες, γερακίνες, ξεφτέρια, σαΐνια, πετρίτες, βραχοκιρκίνεζα, μπούφοι, χουχουριστές και κουκουβάγιες. Η ορνιθοπανίδα συμπληρώνεται με είδη, όπως μπεκάτσες, φάσσες, τρυγόνια, γιδοβύζια, σταχτάρες, τσαλαπετεινούς, κορυδαλλούς, δεντροσταρήθρες, νεροκελάδες, δεντροκελάδες, τρυποφράχτες, θαμνοψάλτες, κοκκινολαίμηδες, φοινίκουρους, καρβουνιάρηδες, σταχτοπετρόκληδες, καστανολαίμηδες, τσίχλες, γερακότσιχλες, κεδρότσιχλες, χιονοκότσυφες, κοκκινοτσιροβάκους, πυρροβασιλίσκους, χρυσοβασιλίσκους, σταχτομυγοχάφτες, μαυρομυγοχάφτες, ελατοπαπαδίτσες, αιγίθαλους, βουνοδεντροβάτες, αετομάχους, κίσσες, κοράκια, χειμωνόσπινους, φανέτα, φλώρους, λούγαρα, σκαρθάκια, κοκκοθραύστες, σταυρομύτες και σιρλοτσίχλονα.

Από τα αμφίβια εδώ ζούνε σαλαμάνδρες, πρασινόφρυνοι, φρύνοι, δεντροβάτραχοι και γραικοβάτραχοι. Η ερπετοπανίδα περιλαμβάνει 22 είδη, μεταξύ των οποίων κρασπεδοχελώνες, μεσογειακές χελώνες, κυρτοδάκτυλους, τρανόσαυρες, τοιχογουστέρες, σιλιβούτια, λιακόνια, δεντρογαλιές, σαΐτες, σπιτόφιδα, λαφιάτες, νερόφιδα και οχιές. Σημαντική είναι η παρουσία των θηλαστικών καθώς περιλαμβάνει 37 είδη, όπως αλεπούδες, ασβούς, σκίουρους, κουνάβια, νυφίτσες αλλά και κρητικούς αίγαγρους, εισαγμένους στο βουνό από το 1961. Ο φυσιοδίφης Heidreich αναφέρει ότι το 1862 σκοτώθηκε στην Πάρνηθα ένας λύγκας, ο οποίος μάλιστα σήμερα βρίσκεται βαλσαμωμένος στην συλλογή του Ζωολογικού Μουσείου του Πανεπιστημίου Κρήτης. Πρωταγωνιστής, όμως, της πανίδας του βουνού είναι το κόκκινο ελάφι με περίπου 700 ζώα, όλα απόγονοι από την βορειοευρωπαϊκή φυλή ελαφιών που φέρανε εδώ οι βασιλιάδες τον 19ο αιώνα. Τα περισσότερα από αυτά δημιουργούν ομάδες που ζούνε σε πιο απομακρυσμένες περιοχές ενώ πολλά έχουν πλέον συνηθίσει την παρουσία του ανθρώπου και δεν φεύγουν στην θέα του. Μετά τις μεγάλες πυρκαγιές της Πάρνηθας, τα ενδιαιτήματα των ελαφιών λιγόστεψαν και πολλά από αυτά άρχισαν να εμφανίζονται και σε άλλες πιο πεδινές περιοχές ενώ η παρουσία τους στα καμένα αποτελεί αρνητικό παράγοντα για την αναγέννηση του ελατόδασους. Τα τελευταία χρόνια έκανε την εμφάνιση του στην Πάρνηθα ο λύκος, γεγονός που μόνο ως σωτήριο μπορεί να χαρακτηριστεί για την βιοποικιλότητα του βουνού. Οι λύκοι με τον καιρό θα φέρουν τον υπερπληθυσμό των ελαφιών σε σωστούς αριθμούς και οι καμένες περιοχές θα μπορέσουν να «αναπνεύσουν» και να αναγεννηθούν.
 
 
  

Photo Gallery

 
Πηγή: naturagraeca